Στο ερημονήσι Μύκονος
Από δώδεκα μνηστήρεσ προδομένη
Από ταξιτζήδεσ παρατημένη
Μια τραβεστί μικροαστή
Στέκει καθιστή η ιππαστί
Απελπισμένη στην κουπαστή
Πάει εξορία στα όρη
Τησ ερημουνήσου μυκόνου
Που έχουν κορυφή κώλουρου κώνου
Να εύρει γιατρειά του πόνου
Μήπωσ και λησμονήσει
Αυτόν που κυρίωσ είχε αγαπήσει
Και αποπλανήσει
Απ' το γαϊδουρονήσι
Στησ παρθένου μυκόνου τα δάση
Η τραβεστίτσα καταφεύγει να ξεχάσει
Να μονάσει να ρεμβάσει
Ίσωσ ίσωσ να αγιάσει
Τον γαϊδουρονησιώτη να λησμονήσει
Και στην κουπαστή καθιστή η ιππαστή απελπισμένη
Όλο ζαλάδεσ
Τρώει χουρμάδεσ
Κοπανιστή και ανανάδεσ
Δάκρυα χύνει
Κουκούτσια φτύνει
Και στον ιππότη τησ
Τον γαϊδουρωνησιώτη τησ
Με του νοτιά τα κύματα
Του στέλνει απορρίμματα
Ενθυμείται την άκαρδη καρδιά του
Και τρώει μπανάνα στην υγειά του
Τα κύματα με δάκρυα ποτίζει
Και με φλούδεσ τα ραντίζει
Του δε πλοίου η μπουρού
Τησ μιλάει για την συγγρού
Και καθιστή στην κουπαστή
Παρ' όλα ταύτα τον καλό τησ δεν ξεχνάει
Κι από τον πόνο κι από τουσ χουρμάδεσ
Τουσ ανανάδεσ και τισ πορτοκαλάδεσ
Αποκοιμιέται η είπαστή στην κουπαστή
Η τραβεστί
Την παρθενιά τησ ονειρεύεται
Και ρεύεται
Μα σαν το πλοίο στην μύκονο πλευρίζει
Αυτή επικύπτει
Από την κουπαστή
Και τι ανακαλύπτει
Καλέ τι ανακαλύπτει
Τι ανακαλύπτει
Πώσ και η μύκονοσ
Ήταν μια νήσοσ τραβεστί