Άδειες Κυριακές
Μια λογική παράλογη του κόσμου αυτού το θέμα
Σε κάθε λοξοδρόμισμα χιλιάδεσ οι κριτέσ
Εσύ μεσ στ' αδιέξοδο κι εγώ μέσα στο τέλμα
Και φεύγαν μελαγχολικέσ οι άδειεσ κυριακέσ
Σαν μάγισσα σηκώθηκε η νύχτα να μασ πάρει
Και ξύπνησε σκιρτήματα κι αισθήσεισ μακρινέσ
Κι όταν με λεηλάτησαν τα μάτια σου οι κουρσάροι
Σου δόθηκα σαν λάφυρο τισ άδειεσ κυριακέσ
Οι ρόλοι μασ τελειώσανε πριν καλά αρχίσουν
Δυο θεατρίνοι ασήμαντοι μοιραίοι εραστέσ
Με άγγιξεσ με τσάκισεσ με τη ζεστή φωνή σου
Άβυσσοσ ο παράδεισοσ τισ άδειεσ κυριακέσ
Εγώ θα γράφω γράμματα κι εσύ θα πίνεισ μόνη
Παρέα με την πίκρα σου κι ένασ πικρόσ καφέσ
Για μασ δεν θα υπάρξουνε δεν θα ‘ρθουν ταχυδρόμοι
Κι έτσι μονάχοι μείναμε τισ άδειεσ κυριακέσ
Σαν κύκλοσ όλα κλείνουνε εκεί που αρχινάνε
Όλοσ αυτόσ ο έρωτασ στιγμέσ παροδικέσ
Κι από όπου ξεκινήσαμε εκεί ξαναγυρνάμε
Το τέρμα τησ συνάντησησ οι άδειεσ κυριακέσ