Ένα παλληκάρι είκοσι χρονώ
Ένα παλληκάρι είκοσι χρονώ
Τ’ άρματα του δώσαν για τον πόλεμο
Πόλεμο δεν βρήκε πίσω γύρισε
Στα μισά του δρόμου νεροδίψασε
Έσκυψε να πιει νερό στο γκιουλ μπαξέ
Εκεί μία σφαίρα τόνε λάβωσε
Σύρε πεσ στην μάν μ’ τη μπαμπόγρια
Και στην αδερφή μου την καλόγρια
Θέλει ασ βάλει μαύρα θέλει ασ παντρευτεί
Μένα με σκοτώσανε στο γκιουλ μπαξέ