O Kipos
Dimitris Mitsotakis
Έχω έναν κήπο στην αυλή με ρίζες, με παρτέρια
ποτίζετ' απ' το αίμα μου, τον σκάβω με τα χέρια.
Εκεί 'ναι κι οι αγάπες μου, ψηλές σαν κυπαρίσσι
κι οι φίλοι μου αγριόχορτα που πίνουν απ' τη βρύση.
Βάζω μια τάβλα και γλεντώ στα δέντρα από κάτω
και πότε φτάνω στον Θεό και πότε πιάνω πάτο.
Μα σαν με πάρει η Άνοιξη και με καλεί κοντά της
σαν κλέφτης τρέχω να ριχτώ βαθιά στην αγκαλιά της.
Πέφτω, διψώντας, στους ανθούς, στα χρώματα, στα μύρα
ώσπου το κύμα ν' ανεβεί και να με κάψει η αρμύρα.
Και σαν πνιγώ και σαν καώ, ο αέρας σαν με πάρει
σαν το δαρμένο το σκυλί, θα βρω ξανά το χνάρι.
Όπου κι αν πάω κι αν βρεθώ, όπου κι αν σεργιανίσω
γυρνώ ξανά του κήπου μου το χώμα να σκαλίσω.