Domestica
Μια-μια οι καρέκλες άδειασαν γύρω από το τραπέζι
στις ισκιωμένες κάμαρες ένα παιδί δεν παίζει,
ούτε ένα πιάνο, τίποτε καμιά φωνή με τρίλιες
δεν βγαίνει απ' του παράθυρου τις ισκιωμένες γρίλιες.
Σώπασε κάθε θόρυβος κάθε συνομιλία,
τρίζουν τα ξύλα απ' τον καιρό και τη μελαγχολία.
Έχει η χαρά των γυρισμών από καιρό πεθάνει
κλείσαν οι πόρτες του σταθμού, βράδιασε στο λιμάνι.
Είναι λευκές οι νύχτες μας και μαύρες είν' οι μέρες,
Τις πόρτες με τα νύχια τους σκαλίζουν οι φοβέρες.
Μείναμε μόνοι κι ορφανοί. Τ' αδέρφια μας που να ναι
Μόνο του φεγγαριού γλυκά τα μάτια μας κοιτάνε.
Κι εκείνου ακόμα τα μαλλιά ξάσπρισαν στους κροτάφους
γιατί, απ' την πρώτη νύχτα του, βλέπει τη γη με τάφους
Ακούμπα το κεφάλι σου στα χέρια και θυμήσου
τώρα που μελαγχολικοί μήνες θα σ' αποκλείσουν.
Μείνανε τα φαντάσματα των είκοσι χρονών μας
μες στον καθρέφτη και γελούν με το παράπονό μας.
Είναι λευκές οι νύχτες μας
και μαύρες είν' οι μέρες
και μαύρες είν' οι μέρες
Τις πόρτες με τα νύχια τους,
σκαλίζουν οι φοβέρες,
σκαλίζουν οι φοβέρες