Οι μερακλήδες
Όποιοσ γεννιέται μερακλήσ
Δεν ξέρει τι να κάνει
Πίνει και γίνεται μπεκρήσ ψεύτη ντουνιά
Τον πόνο του να γειάνει
Οι μερακλήδεσ αγαπούν
Κι έχουν λεφτά στο χέρι
Και δεν τουσ νοιάζει να γλεντούν αχ βρε ντουνιά
Χειμώνα καλοκαίρι
Χωρίσ μεράκι ο ντουνιάσ
Δε γίνεται να ζήσει
Πρέπει τη νιότη να χαρεί αχ βρε ντουνιά
Τα μάτια του πριν κλείσει