Otan ksexnao emena
Είχα πατέρα που φώναζε, σήκωνε χέρι και χτύπαγε αβέρτα
Η μάνα μου έφερνε χρήματα σπίτι κι εκείνος μας έβαζε μέσα
Εκείνη κουβέντα, με μάτια κλαμμένα δουλειά όλη μέρα στην πρέσα
Εγώ και τα αδέρφια μου πάντα πληρώναμε χρέη δικά του και φέσια
Μονάχα σε εκείνους χρωστώ για τον τρόπο που σκέφτομαι σήμερα
Μες στην καρδιά μου τους έχω γιατί και οι δυο τους είναι παραδείγματα
Την λογοτεχνία αγάπησα και να εκφράζομαι γράφοντας δίστιχα
Αυτά τα εφόδια μου έδωσαν δύναμη για να αντέχω στα δύσκολα
Όμως η βία δεν τελείωνε σπίτι συνεχιζόταν σχολείο
Γύρω μου τέρατα από καλά σπίτια με φιλικό προσωπείο
Ο πιο καλός ο μαθητής μες στην τάξη στο τελευταίο θρανίο
Ψυχή να αφήνω γεμίζοντας ραπς τις σελίδες σε κάθε βιβλίο
Είκοσι ευρώ δωδεκάωρο μαύρα να συνεισφέρω στο σπίτι
Για να μην λέει ο γέρος στην μάνα μου ότι μεγάλωσε αλήτη
Μπαίνω στρατό χωρίς φράγκο κι είμαι στον άσο
Με έκανε ο Ρώσος στον θάλαμο τάλιρα μαύρο
Μες στην σκοπιά να φουμάρω να μην σαλτάρω
Πίσω στην πόλη μου όμως η πόλη να μοιάζει με νεκροταφείο
Αργά να ξυπνάει στα στήθη μου μέσα για πρώτη φορά το θηρίο
Κλεισμένος στο πορτ-παγκαζ να αναρωτιέμαι πώς ήρθα σε αυτό το σημείο
Χάθηκε μέσα στο κρύο θαμμένο ό,τι οικείο για πάντα
Οικογένεια γίναν οι δαίμονες που συντροφιά μου κρατούσαν τα βράδια
Εφήμερες σχέσεις κι επιλογές επιπόλαιες ξύνανε το τραύμα
Οι δικοί μου να λεν μεταξύ τους δεν πάει καλά το παιδί
Με φωνές στο κεφάλι μου να με καλεί
Μια όμορφη κόρη στην ανατολή
Χρόνια οχτώ στο νησί νέα ζωή κι ήταν καλά στην αρχή
Αγάπη για τρεις μόνο τσάκαλους ξέρουν αυτοί στους στίχους μου δώσανε πνοή
Συγκάτοικοι μέσα στο ίδιο κελί σε μια υγρή φυλακή
Πλάτη με πλάτη μονάχοι και γύρω μας μπάτσοι και καταστολή
Το ωραιότερο ηλιοβασίλεμα ήταν και το τελευταίο που είδα
Λες και το ήξερε ο χρόνος και πάγωσε μία στιγμή πριν την κατρακύλα
Εκείνη που αγάπησα με άφησε κι έτσι τα μάζεψα κι έφυγα νύχτα
Λες και κάνω περίπατο μέσα στην χώρα ξημέρωμα ήμουν Αθήνα
Ένα τραγούδι από μένα για μένα όταν ξεχνάω εμένα
Λάθη και τραύματα ψηφιδωτό που καλύπτεται από κουρέλια
Στην πιο μαύρη ώρα πριν γίνω ανάμνηση κάποιοι άπλωσαν τα χέρια
Το παλεύω ρε μάγκα και δίνω την μάχη μου όπως κι εσύ κάθε μέρα