Κόρη Ξανθή Τραγούδησε (Εύβοια)
Κόρη, βάι, κόρη, κόρη ξανθή τραγούδησε
κόρη ξανθή τραγούδησε σε τρίχινο γεφύρι
Μα το, βάι, μα το- μα το γεφύρι εράισε
μα το γεφύρι εράισε και το ποτάμι εστάθη
Και το, βάι, και το- και το στοιχειό του ποταμιού
και το στοιχειό του ποταμιού βγαίνει την αρωτάει
Κόρη, βάι, κόρη, κόρη σαν είσ' ανύπαντρη
κόρη σαν είσ' ανύπαντρη, άντρα να μη γνωρίσεις
Κι αν έ- βάι, κι αν έ- κι αν έχεις άντρα και παιδιά
κι αν έχεις άντρα και παιδιά, χήρα να καταντήσεις
ν-Εγώ, βάι, ν-εγώ- εγώ έχω άντρα, είν' άρρωστος
ν-εγώ έχω άντρα, είν' άρρωστος τώρα και δέκα χρόνια
Γυρε- βάι, γυρε- γυρευιμό μου γύρεψε
γυρευιμό μου γύρεψε στον κόσμο δεν υπάρχει
Γυρε- βάι, γυρε- γυρεύει γάλα από λαγό
γυρεύει γάλα από λαγό, τυρί απ' άγριο γίδι
Ως να, βάι, ως να- ως ν' ανεβώ 'γώ στα βουνά
ως ν' ανεβώ 'γώ στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια
Να πά- βάι, να πά- να πάρω δίπλα τα βουνά
να πάρω δίπλα τα βουνά κι όλα τα ραχοβούνια
Να φκιά- βάι, να φκιά- να φκιάσω στρούγκα του λαγού
να φκιάσω στρούγκα του λαγού, ν' αρμέξω τ' άγριο γίδι
Άντρας, βάι, άντρας, άντρας μου έγινε καλά
άντρας μου έγινε καλά κι άλλη γυναίκα πήρε