Λοκάντα η Ελλάς
Σε μια λοκάντα έτυχε με όνομα ελλάδα
Μια μέρα μέσα να βρεθώ σαν έπαιρνα αράδα
Τουσ δρόμουσ για την οδυσσό και την αρχαία τροιία
Στο έμπα λιγοστό το φωσ στο άλλο βήμα βρωμα
Γλέντι φωνέσ μεσ' τη θολή ατμόσφαιρα κι ακόμα
Τα όργανα που μέτρησα ίσαμε δεκατρία
Στο δώθε λύτρωση φυγήσ με τα στριφτά γυρεύαν
Ενώ παρέκει στη γωνιά γελάγανε και κλαίγαν
Κάτι ξωμάχοι που έγλειφαν απ ότι τουσ πετούσαν
Χαμόσ στην πίστα με κορμιά σε λάγνα τσιφτετέλια
Το ντέφι να τρελαίνεται να κελαηδούν τα τέλια
Μα και τραγούδια που θαρρείσ σκυλιά πωσ αλυχτούσαν
Ένασ φευγάτοσ ποιητήσ νεφέλεσ ν' απαγγέλει
Δυο λόγιοι στον κόσμο τουσ να μασουλούν παστέλι
Και γύρω αφίσεσ να καλούν σε γενική απεργία
Στο βάθοσ κήποσ διάβασα και διάβηκα το ανώφλι
Ημέτεροι προγάστορεσ και κάθε είδουσ τσόφλι
Και μεσ τη μέση κορδωτή η σιόρα εξουσία
Κανένασ δε με πρόσεξε κανένασ δε με είδε
Τι τάχα να τουσ ένοιαζε ποιοσ είμαι και τι είμαι